- περιψύχω
- Α1. ψύχω, παγώνω κάτι γύρω γύρω, εντελώς, σε όλη του την επιφάνεια2. παθ. περιψύχομαικαταψύχομαι, παγώνω παντού («περιψυχομένων τῶν ἄκρων», Θεόφρ.)3. μτφ. δροσίζω, αναψύχω, περιποιούμαι («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῡ», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ψύχω «ψυχραίνω, παγώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.